- έμμοχθος
- -η, -ο (AM ἔμμοχθος, -ον)αυτός που γίνεται ή επιτυγχάνεται με μόχθο, πολύμοχθος, κοπιώδηςαρχ.(για τραύμα) αυτός που προκαλεί πόνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔμμοχθον — ἔμμοχθος toilsome masc/fem acc sg ἔμμοχθος toilsome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek